- ζειά
- ζειά̱ , ζειάone-seeded wheatfem nom/voc/acc dualζειά̱ , ζειάone-seeded wheatfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
ζειᾷ — ζειά one seeded wheat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειάν — ζειά̱ν , ζειά one seeded wheat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειάς — ζειά̱ς , ζειά one seeded wheat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειαῖς — ζειά one seeded wheat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειαί — ζειά one seeded wheat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειᾶς — ζειά one seeded wheat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειῶν — ζειά one seeded wheat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] … Dictionary of Greek
ζείδωρος — η, ο (Α ζείδωρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.) αρχ. (για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό δωρος, φιλό δωρος. Βλ. και ετυμολογία… … Dictionary of Greek